- μουνυχίασι(ν)
- μουνυχίασι(ν) (Α)επίρρ. στη Μουνυχία («ἡ ἐκκλησία μουνιχίασιν ἐν τῷ θεάτρῳ ἐγίγνετο», Λυσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Τοπική πτώση τού Μουνυχία με σημ. τοπικού επιρρήματος (πρβλ. Ολυμπίασι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μουνυχίασι — Μουνυχίᾱσι , Μουνυχίασι at Munychia indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ολυμπίασι — ὀλυμπίασι και ὀλυμπιάσι και ὀλυμπίαθι (Α) επίρ. στην Ολυμπία. [ΕΤΥΜΟΛ. Τοπική πτώση τού Ὀλυμπία με σημ. τοπικού επιρρ. (πρβλ. θύρασι, Μουνυχίασι)] … Dictionary of Greek
Πλαταιάσι — ή Πλαταιᾱσιν Α επίρρ. τοπ. στις Πλαταιές. [ΕΤΥΜΟΛ. Τοπική πτώση τού Πλαταιαί με σημ. τοπικού επιρρ. (πρβλ. Μουνυχίασι, Ολυμπίασι)] … Dictionary of Greek
Μουνυχίασιν — Μουνυχίᾱσιν , Μουνυχίασι at Munychia nu̱movable indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)